πεπερασμένας — πεπερασμένᾱς , περαίνω bring to an end perf part mp fem acc pl πεπερασμένᾱς , περαίνω bring to an end perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνουθ, Ντόναλντ Έρβιν — (Donald Ervin Knuth, Μιλγουόκι, Γουισκόνσιν 1938 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1963 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στα μαθηματικά, από το ινστιτούτο τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, με τη διατριβή του Πεπερασμένα ημιπεδία και προβολικά επίπεδα.… … Dictionary of Greek
πεπερασμένος — η, ο / πεπερασμένος, η, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο (φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] … Dictionary of Greek
συνδυαστικός — ή, ό / συνδυαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδυάζω] ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση νεοελλ. φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση» μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων… … Dictionary of Greek
φαινομενοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν μόνο φαινόμενα, γεγονότα δηλαδή που σημειώθηκαν στο χρόνο ή στο διάστημα, και μπορούν να γίνουν αντικείμενα εμπειρίας. Επειδή το άμεσο αντικείμενο της εμπειρίας είναι πάντοτε μία παράσταση, η… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
αρμονική ανάλυση — Η παράσταση περιοδικών συναρτήσεων με πεπερασμένα ή άπειρα αθροίσματα κυκλικών συναρτήσεων. Ας θεωρήσουμε μια συνάρτηση f(x) ορισμένη στο διάστημα ( ∞, + ∞). Η συνάρτηση αυτή θα λέγεται περιοδική με περίοδο 2ρ (ρ αριθμός πραγματικός) τότε και… … Dictionary of Greek
Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… … Dictionary of Greek
Κιλέν, Ντάνιελ Γκρέι — (Daniel Grey Quillen, Νιού Τζέρσεϊ 1940 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1961 έλαβε το πτυχίο του μαθηματικού από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε το διδακτορικό του στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η διατριβή του είχε θέμα τις τυπικές ιδιότητες των… … Dictionary of Greek